«..πες ότι έγινε και αυτό. Δεν θα ’θελες δύναμη? Ξέρεις τώρα,.. να μην σου «ξανακολλήσει» ποτέ κανένας τύπος σαν τον «χάλια», από την 6η τάξη!»
Ω ναι! Το ήθελε και αυτό ο Τζον. Ηθελε να μην ξαναδειάσει η τσάντα με τα τετράδια του, στον σκουπιδοντενεκέ. Ήθελε να μην γυρίσει στο σπίτι και να βρωμάει σαν αρουραίος. Το ήθελε.
«Ωραία. Έχουμε και λέμε ..»
Ο άντρας έβγαλε ένα κιτρινισμένο χαρτί από την εσωτερική τσέπη του παλτού του. Το ξεδίπλωσε. Κάτι μουρμούρισε στα πεταχτά και το γύρισε προς το μέρος του Τζον.
« Θα χρειαστώ την υπογραφή σου, Τζον Φάουστερ.»
«Δεν έχω στυλό.»
«Μα δεν χρειάζεται! Απλώς ακούμπησε το χέρι σου, πάνω στο χαρτί.. Όχι αυτό. Το άλλο.»
Ο Τζον άπλωσε την κομμένη από το γυαλί παλάμη του, πάνω από το χαρτί. Ετοιμάστηκε να το ακουμπήσει. Πίσω του λυσσομανούσε η κόκκινη ανταύγεια του φάρου της πυροσβεστικής. Ο κρύος αέρας χτύπησε το πρόσωπο του. Μύρισε την καμένη σάρκα της μητέρας του που χωνόταν από το άνοιγμα της πόρτας.
«..Αγάπη ?»
Ο άντρας που πλέον φαινόταν να ανυπομονεί, ξαφνιάστηκε.
«Τι πράγμα ..?»
«Μπορώ εκτός από αυτά που είπαμε, να έχω και αγάπη?»
Ο άγνωστος χαμογέλασε. Οι λευκοί του κοπτήρες έλαμπαν στον σκοτάδι.
«Είσαι σκληρός πελάτης, μικρέ. Το σκέφτηκε για λίγο..Ας είναι! Αγάπη λοιπόν. Πες πως έγινε.»
Το αιμάτινο σημάδι τυπώθηκε πάνω στο κίτρινο χαρτί. Ο άγνωστος το δίπλωσε και το εξαφάνισε και πάλι στην εσωτερική τσέπη του παλτού του. Σηκώθηκε και πάλι.
«Δεν υπάρχεις στ’ αλήθεια, έτσι δεν είναι ?»
«Τι εννοείς ?»
«Μάλλον πεθαίνω και όλα αυτά τα δημιουργεί ο καπνός στο μυαλό μου..»
Ο καλοντυμένος άντρας τραβήχτηκε ξανά στην σκιά απο την οποία είχε εμφανιστεί χαμογελώντας. Τον έκανε να δείχνει άσχημος αυτό το χαμόγελο.
«Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος,Τζον..» του είπε πριν γίνει ένα με το σκοτάδι. Πίσω του, στην άκρη του σπασμένου παράθυρου, φάνηκε η γυαλιστερή σκάλα του πυροσβεστικού οχήματος. Ο μεγαλόσωμος πυροσβέστης καθάρισε τα τζάμια του καρφωμένου παραθύρου με την βοήθεια του τσεκουριού του. Πάτησε πάνω στο κρεβάτι και σαν να μην ζύγισε τίποτε, άρπαξε τον Τζον την στιγμή που η πόρτα του υπνοδωματίου, υποχωρούσε κάτω απο την πίεση της φωτιάς..
**
Άνοιξε την πόρτα. Χωρίς να πει κουβέντα έκανε νόημα στον γνωστό- άγνωστο άντρα να περάσει. Εκείνος με το χαμόγελο που έκανε τους κοπτήρες να γυαλίζουν, πέρασε στο εσωτερικό του διαμέρισματος του 28ου ορόφου. Μύριζε υπέροχα. Κάθισαν στο σαλόνι, σε δύο αντικρυστές πολυθρόνες χωρίς να πουν τίποτε. Ο άγνωστος κοίταξε τον χώρο με νοσταλγία.
«Ξέρεις, Τζον..Αυτό ήταν το αγαπημένο μου διαμέρισμα. Το ανακαίνισα ο ίδιος! Ακόμα και το μικρότερο πραγματάκι έχει την δική μου προσωπική σφραγίδα»
Ο Τζον δεν απάντησε. Δεν υπήρχε τίποτε να πει. Ζήτησε μόνο να επισπεύστει η επίσκεψη του, καθώς υπήρχαν πολλές υποθέσεις στο γραφείο που τον περίμεναν. Ο επισκέπτης γέλασε δυνατά. Τράβηξε ένα κιτρινισμένο χαρτί απο την εσωτερική τσέπη του παλτού του και το πρότενε στον Τζον.
«Θυμάσαι, Τζον? Έχει την υπογραφή σου πάνω του »
Ο Τζον το ξεδίπλωσε. Κοίταξε το άλικο σημάδι που άφησε η παλάμη του.
«Ασφαλώς και θυμάμαι. Παρ’όλα αυτά, συνεχίζω να μην κατανοώ το λόγο της επίσκεψης σου»
Ο επισκέπτης του φάνηκε να εκνευρίζεται.
«Είσαι άνθρωπος του νόμου, Τζον Φάουστερ και αυτό είναι ένα συμβόλαιο. Τα συμβόλαια κατά την λήξη τους έχουν ρήτρες που πρέπει να πληρωθούν.. Έλα τώρα! Μην γίνεσαι παιδί!»
Ο Τζον στήριξε την πλάτη του άνετα στην πολυθρόνα. Σταύρωσε τα πόδια.
Σίγμα, όπως Συμβόλαιο
Posted by Κάμπια on Nov 18th, 2014 in Έλληνες Πεζογράφοι, Πεζογραφία
Γιώργο, τα ρέστα μου….
Έγραψες!!! Καλά δεν περίμενα και τίποτα λιγότερο. Εύγε my friend 😉