«..Στεκόταν ολόγυμνη μπροστά του. Έκπληκτη. Δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Πάντοτε επέστρεφε αργά το απόγευμα από το γραφείο. Και όμως σήμερα είχε επιστρέψει νωρίτερα.Σήμερα! Απ’ολες τις μέρες του χρόνου είχε διαλέξει την σημερινή! Κράτησε το μποξεράκι με την φιγούρα του Ταζ, σφιχτά στο χέρι της. Προσπάθησε να το κρύψει πίσω από την γυμνή πλάτη της. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο τριαντάφυλλο που υπήρχε στο κομοδίνο, δίπλα ακριβώς από το βιβλίο του. Ο Μπάρι Γουάιτ συνέχιζε να δηλώνει πως «ήταν η πρώτη και η τελευταία». Προσπάθησε να ψελλίσει μια δικαιολογία. «Μην κάνεις τον κόπο. Τα ξέρω όλα». Είχε αυτό το χαμόγελο στα χείλη του, που τον έκανε να δείχνει άσχημος. Δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει. Ήταν η πρώτη φορά που επιχειρούσε να κάνει κάτι σαν το σημερινό και ..Όλα πήγαν στραβά. Την επόμενη στιγμή ο Τζον, ο αγαπημένος της σύζυγος, σήκωσε το πιστόλι. Την σημάδεψε. Με το δάκτυλο μπροστά στο στόμα του, της έγνεψε να κάνει ησυχία. Μετά, πάτησε την σκανδάλη»
**
Εκείνο το τηλέφωνημα δεν μπορούσε να βγεί απο την σκέψη του. Ακόμα και την στιγμή που λίγο έλειψε να χτυπήσει την Μπέντλει πάνω στον θηριώδη προφυλακτήρα του λεωφορείου, ο νους του έτρεχε στην φωνή της, που βογγούσε ηδονικά στο ακουστικό. Φρενάρησε απότομα και έσβησε τον κινητήρα. Άφησε τα κλειδιά στην μίζα και πήδησε έξω απο το λευκό αυτοκίνητο χωρίς να δώσει καμιά σημασία, στα κορναρίσματα και στο πανδαιμόνιο που ο ίδιος δημιούργησε. Ας το έπαιρναν. Δεν ήταν δικό του. Τίποτε απ’όσα είχε, δεν ήταν πραγματικά δικό του. Η βροχή είχε κοπάσει και ο ουρανός έμοιαζε με σκίτσο, που πάνω του αποτυπώνονταν όλες οι αποχρώσεις του μολυβί χρώματος. Πέρασε σχεδόν τρέχοντας, την βαριά πόρτα του μεγαλόπρεπου κτιρίου.
Το νούμερο 246 της 6ης λεωφόρου στο Μανχάταν, φιλοξενούσε ένα κτίριο που η θεμελίωση του έγινε το 1896. Κατασκευασμένο από μπετόν και χάλυβα, αριθμούσε 33 ορόφους. Όχι και τόσοι πολλοί, αν αναλογιστεί κανείς πως τα διπλανά κτίρια, σχεδόν το σκέπαζαν. Ούτε όμως και λίγοι, αφού την εποχή που κατασκευάστηκε, το Εμπάιαρ Στέητ δεν ήταν καν στα σχέδια. Παρόλο που οι πληροφορίες ήθελαν κάποια στιγμή να στεγάζει μια εταιρεία νομικών υπηρεσιών με την επωνυμία «Σάιφερ Λο & Σία» εν τούτοις, ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε για άλλο λόγο εκτός από κατοικίες.
Ο Τζόν είχε μαγευτεί από τους πέτρινους δαίμονες -Γκαργκόιλ τα έλεγαν- που είχαν στηθεί στις τέσσερις γωνίες, κατά την συνήθη πρακτική, της τότε αρχιτεκτονικής. Άρεσε τότε, στους αρχιτέκτονες, να χρησιμοποιπούν κάποιες γοτθικές πινελίες και να μιμούνται τις Ευρωπαικές καταβολές τους. Είχε μείνει έκθαμβος από την παλαιότητα που ανέδιδε ακόμα και μετά την πολυτελή ανακαίνιση που είχε υποστεί. Αγόρασε τον 24ο όροφο και την επόμενη μέρα κιόλας, το έδειξε στην Άσλει. Την είχε φέρει ως εδώ προφασιζόμενος, πως έπρεπε να πάνε σε μιά κοινωνική εκδήλωση. Ανέβηκαν μέχρι τον 24ο και τότε την ρώτησε αν της αρέσει. Προσπάθησε να την συνεφέρει καθώς λίγο έλειψε να λυποθυμίσει. Δεν ήταν και μικρό πράγμα. Άφησαν το ευρύχωρο σπίτι τους στα περίχωρα και εγκαταστάθηκαν στην πολυτελή γοτθική πολυκατοικία, εντός του μήνα. Ο Τζον ήταν 31 ετών τότε. Η Άσλει δύο χρόνια μικρότερη.
Σίγμα, όπως Συμβόλαιο
Posted by Κάμπια on Nov 18th, 2014 in Έλληνες Πεζογράφοι, Πεζογραφία
Γιώργο, τα ρέστα μου….
Έγραψες!!! Καλά δεν περίμενα και τίποτα λιγότερο. Εύγε my friend 😉