Ο πατέρας μου μού είπε να είμαι κυρία
να κοιτώ τον άλλον στα μάτια
χωρίς φόβο
να του μιλώ ευγενικά
να χαμογελώ απλόχερα από την καρδιά
ίσαμε να ζεσταθούν τα μάτια μου.
Ο πατέρας μου μού έμαθε ότι το ήθος και η ευγένεια
δεν έχουν τιμή
κανένα χρηματικό ποσό δεν είναι πιο σημαντικό
από τον χαρακτήρα.
Αν τύχει και βγεις μαζί μου
αν τύχει και με γνωρίσεις
θα δεις τον πατέρα μου
καθώς θα σου χαμογελώ, θα σε ρωτώ για τη ζωή σου
καθώς θα ενδιαφέρομαι και θα κάνω αστεία
καθώς θα αδιαφορήσω για το λογαριασμό.
Σε κάλεσα
Και είναι υποχρέωσή μου να δείξω χαρακτήρα
Γιατί ο πατέρας μου μού είπε να είμαι κυρία.
Πρώτη δημοσίευση Περιοδικό Εμβόλιμον Τεύχος 69-70
Στὴ μνήμη τοῦ πατέρα μου
Ὅταν κοιτὰζω τὰ παιδάκια κάθε μὲρα
στοὺς δρόμους, τὸ πρωί, μὲ τοῦ σχολείου τὴν τσάντα
φτωχοντυμὲνη μιὰ μικροῦλα βλέπω πάντα,
μὲ τὴν παλιά της σάκκα, δίπλα στὸν πατέρα.
Ἀπ’ τὸ χεράκι μὲ στοργή τηνε κρατάει –
τὸσο κ’ οἱ δυό εἰναι εὐτυχισμένοι, καθὼς πᾶνε…
Μὲ πόση ἀθώα σοβαρότητα μιλᾶνε!
Τὸ κοριτσάκι ὁλοένα τὸν ρωτὰει,
καὶ κεῖνος, σοβαρά, τῆς λέει, τῆς διηγᾶται…
(Πόσο σοφός εἴν’ ὁ πατέρας! Πόσα ξέρει!
Πόσην ἀσφάλεια νιώθει στὸ μεγάλο χέρι!
Τίποτε, ἄν τὸ κρατῇ, στὸν κόσμο δέ φοβᾶται!..)
Ξάφνου, τοῦ λέει ἐκεῖνο: « – Σάν θὰ μεγαλώσω…»
« – Τὸτε ἐγὼ πιά ἕνας φτωχός γερᾶκος θἄμαι…
Δέ θὰ μπορῶ στὰ χέρια μου νὰ σὲ σηκώσω,
καὶ θὰ μοῦ λές: ἀκούμπα πάνω μου νὰ πᾶμε…
Σὰν θἄρχωνται γιὰ νὰ σὲ παίρνουν ἔξω οἱ ξένοι,
μόνος στὴ σκοτεινὴ γωνίτσα μου θὰ μὲνω…»
« – Ἐγώ στὴν ἅμαξά μου πάντα θὰ σὲ παίρνω!»
λέει, ἕτοιμη ἡ μικρὴ νὰ κλάψη, κ’ ἐπιμὲνει…
Νιώθει μιὰ τέτοια ἀνυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα νὰ γίνῃ,
ἄςνεἰναι δυνατόν τὴν ὥρα ἀμέσως κείνη,
γιὰ νὰ τοῦ δείξη πόσο θὰ τὸν ἀγαπάῃ!..
Κι ὅπως θερμά τὸν σφίγγῃ τὸ λιγνό χεράκι
ὁ κουρασμὲνος νιώθει τόση ἐμπιστοσύνη!..
(Ἔγινε ἐκεῖνος τώρα τὸ μικρό παιδάκι,
και ὁ προστατευτικός πατέρας εἶναι ἐκείνη…)
Μελισσάνθη
Ετούτη τη στιγμή
Μακριά με πήρε το ποτάμι σου.
Μ’ άρπαξε, με παρέσυρε
και μ’ έκανε κομμάτι ξύλου
σαπισμένο απ το νερό,
που απαλό κι αν δείχνει
εκείνο ξέρει πως να γδέρνει
και καρδιές και σάρκες
κι ελπίδες να πετάει καταγής.
Και σέρνει τις ζωές στις όχθες,
που μαγκώνουν συνειρμούς
και ανατρέπουν συνειδήσεις.
Και στέλνει εκεί τις θύμισες,
που οι χαρές λιγόστευαν
όσο κι οι ελπίδες,
πως δεν θα έρθει η στιγμή
του αποχωρισμού μας.
Αφιερωμένο σε σένα, που με γύρισες πολλά χρόνια πίσω. Γιατί αυτές τις στιγμές τις έχω ζήσει. Κι ήτανε ίδιες σαν τα λόγια σου, που τόσο μ’ άγγιξαν και μου φανέρωσαν ότι σε ξέρω.
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
Κατερίνα σε ευχαριστώ. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζεις ανθρώπους που μοιράζονται το ίδιο πάθος και σε καταλαβαίνουν. Άλλωστε εσύ βίωσες από κοντά την ουσία αυτού του ποίηματος.
Καλημέρα