Αισθάνομαι μπερδεμένη. Έχω την περίεργη αίσθηση ότι είμαι και δεν είμαι. Για την ύπαρξη μου μπορώ να μιλήσω με βεβαιότητα, μα η διάθεση ήταν πάντα ένα ζήτημα που με προβλημάτιζε.
-Τι θα γίνει;Θα μπεις; Εσύ θα έρθεις;
-Περίοδος.
Ξεφεύγει ένας αναστεναγμός. Βγάζω έξω την παλιά μου καπνοθήκη (πάνε τόσα χρόνια, πρέπει να το πετάξω το παλιόπραμα). Μυρίζω τον καπνό, έπειτα τρίβω το χαρτάκι. Πόσο εύκολο είναι να σκιστεί αλήθεια, να τσαλακωθεί και να γίνει άχρηστο. Αυτός που δε θυμάμαι πια, θυσίασε πακέτα μέχρι να μάθω να κρατώ σωστά το τσιγαρόχαρτο. Βάζω το φιλτράκι στην άκρη των χειλιών μου. Στρώνω τον καπνό. Δεν έχω παρά να το παραδεχτώ πως τα καταστροφικά σενάρια υπήρξαν πάντοτε η αγαπημένη μου σαδομαζοχιστική ασχολία. Η χειρότερη εκδοχή καρφώνεται με τέτοια μανία, τέτοια απαράμιλλη εμμονή στο οπτικό μου πεδίο που ώρες ώρες αγγίζω τα όρια του μονομερούς τρόπου σκέψης μου. Στρίβω , σαλιώνω και κολλάω το τσιγάρο. Σαν ένας αθεράπευτα προληπτικός μάγος πλάθω το σενάριο που με τρομάζει, που δεν μπορώ να αντέξω, για να το ξορκίσω, να το σκοτώσω με την ίδια του τη γέννηση. Ύπουλο και τραγικό από μέρος μου σε έναν αγώνα που έχω χαμένο από χέρι έτσι κι αλλιώς. Ανάβω το τσιγάρο. Πλέον μιλάμε για δειλία. Μπορούμε άφοβα να το κάνουμε.
Κακά τα ψέματα φοβάμαι σε μόνιμη βάση. Αυτό λέγεται συνέπεια χαρακτήρα. Ωστόσο η παράνοια που ζούμε απόψε αρκεί να σπείρει αν μη τι άλλο την ανασφάλεια στο μυαλό κάθε λογικού ανθρώπου. Δεν είναι καν ξημέρωμα και το φεγγάρι άφαντο. Ελάχιστο δηλαδή το φως, μια υποψία ίσως από κάτι μακρινούς λαμπτήρες της ταχείας οδού και τ’ αστέρια. Γύρω μου υπάρχουν μόνο βράχια κι ένα μαύρο νεροζούμι να τα γλείφει. Ο δρόμος για τον μικρό αυτό παράδεισο είναι ένας κατηφορικός, απότομος μονόδρομος, γεμάτος βρύα κι αγριόχορτα. Βλέπω μόνο το τέλος του. Πιο πολύ με τρομάζει τι μπορεί να μπει και όχι πώς μπορώ να βγω. Τι μπορεί να μπει, ποιος μπορεί να μπει. Αναδεύομαι νευρικά. Επικεντρώνομαι στο πρόσωπό σου για να καταπνίξω την επιθυμία για εμετό. Είμαστε τρεις αλαφροΐσκιωτες και ξεμυαλισμένες με διάθεση για περιπέτεια κι έντονη ροπή στην επιβλαβή βλακεία. Το πρώτο το ‘χουν σίγουρα οι δύο, το δεύτερο και οι τρεις.
-Πάλι φοβάσαι;
Δε με κατηγορείς και δεν απογοητεύεσαι… Μόνο που ποια είναι η κατάλληλη λέξη… επώδυνη, ναι επώδυνη είναι η διχοτόμηση της ψυχής μου. Ας είμαστε ειλικρινείς, το κακό με εμένα είναι πως θέλω να είμαι κάτι που δεν είμαι ή ακόμα χειρότερα κάτι που δε θα μπορέσω να γίνω ποτέ. Μια ειλικρίνεια σκέτο φαρμάκι. Το παίρνω προσωπικά. Με προσβάλλει. Αρνούμαι να το δεχτώ. Τρέμω καθώς σηκώνω τα μαλλιά μου. Λύνω τα παπούτσια μου αργά. Έχω δικό μου όλο το χρόνο του κόσμου. Ξεκουμπώνω το παντελόνι μου και ηδονίζομαι από τον ρυθμό της καρδιάς μου. Τα βγάζω όλα, τίποτα δεν κρατάω πάνω μου να με βαραίνει, γιατί το χες πει ότι τα πολλά πολλά πάνω μου καθόλου δε με βοηθούν. Δε με κολακεύουν. Όπως και το να καμπουριάζω. Αυτό ακριβώς τώρα κάνω πάνω στην πέτρα σε μια στάση εμβρυακή.
Υπερβολικά αργά, τρομακτικά γρήγορα σηκώνομαι. Η έκθεση της γύμνιας μου με ικανοποιεί. Με μπολιάζει με πρωτοφανές κουράγιο. Είναι αληθινό θράσος να στέκομαι γυμνή, πεισματικά ακίνητη . Κάνω βήμα στην πρώτη ανάσα ζωής και μετά χάνω το μέτρημα. Κάπου κάποτε πιστεύω τα δάχτυλα μου θα βρουν το νερό και το κάνουν. Η δροσιά της νύχτας με διαπερνά με ένα ρίγος αρρωστιάρικο. Αν είναι να εμφανιστεί κάποιος που θέλει να μου κάνει κακό ,τώρα ας το κάνει ! Αν είναι όλες οι φοβίες των γονιών μου να πάρουν σάρκα και οστά, ήρθε η ώρα τους! Τίποτα φυσικά δε συμβαίνει και βουτάω. Κάτω από την επιφάνεια βλέπω το ακίνητο κορμί σου να επιπλέει. Σπάω την κρούστα του νερού και σε πλησιάζω αθόρυβα. Θα μπορούσα να ‘μουν μια σειρήνα που ζυγώνω την αδερφή μου να την παρακαλέσω να πάμε να βουλιάξουμε καράβια για να πνίξουμε άντρες. Τα λεπτά περνούν μα κολυμπάς δίπλα μου δίχως να μιλάς. Έτσι το θελες πάντα, να ‘μαι εγώ η φλύαρη. Παρακαλώ τη στιγμή για να κρατήσει, μα οι ανατριχίλες έρχονται. Ο πατέρας μου λέει πως οι μικρές επαναστάσεις πληρώνονται μπροστάντζα πάντα και τοις μετρητοίς.
Έξω από το νερό το κρύο κάνει το δέρμα μου ανάγλυφο. Αφού καίγομαι, αφού ακόμα και στο κρύο καίγομαι, όλα είναι φωτιά, τα πάντα είναι φωτιά. Κρατώ την κοιλιά μου με δύναμη για να μην φτάσει η παγωνιά μέχρι τα μέσα μου. Σκέφτομαι πως έχει γούστο το κοφτό τραγούδι των δοντιών μου. Σε ακούω να χαχανίζεις με αυτό και να βρίζεις ανάμεικτα μπερδεμένα αποφθέγματα που σου πετούσα κατά καιρούς. «Για να τελειώσει κάτι πρέπει να αρχίσει. Αν αρχίσει κάτι θα τελειώσει…» Παραπατάς χορεύοντας πέρα-δώθε για να ζεσταθείς. Ένα δύο τα βήματα και μετά τρία τέσσερα. Καταπίνω λαίμαργα την απόσταση μέχρι τα ρούχα μου. Για να ντυθώ σκηνοθετώ μια βίαιη σκηνή γεμάτη χοντροκομμένες κινήσεις και προστυχιές. Το παντελόνι σφηνώνει στα μπούτια. Η μπλούζα κολλάει στην κοιλιά σαν σιχαμερή πέτσα. Τα μάτια μου καίνε. Κάθομαι πάνω στην πέτρα αποκαμωμένη.
-Φοβήθηκες;
-Ούτε καν!
-Ωραία.
-Χαζές κάτι άκουσα. Πάμε να φύγουμε.
Από την Κάμπια
Είναι απ’ αυτά που πεθαίνουν μόλις μεγαλώσουμε,
ένα τσιγάρο δρόμος δηλαδής.
Υπέροχη λέμε!
Η σειρήνα ζει και βασιλεύει.
Περιμένω και το δικό σου.
όταν οι αναμνήσεις ειναι σωστές…