Οι χούφτες μου απορροφούν τους κραδασμούς
το ξέφρενο καρδιοχτύπι, η ζήλια μου –κακοφορμίζει από το μίσος
Μπαίνω στον πειρασμό να τους διαλύσω τα φτερά
να τους συνθλίψω το κρανίο με τον αντίχειρα -κάτι με σταματά
υπάρχουν και χειρότερα πράγματα απ’ το θάνατο
«Κάνε να γυρίσουν
κάνε να χαθούν
απ’ του γερακιού το στόμα
να κατασπαραχθούν»
Οδηγώ δαιμονισμένα
Αυτή τη φορά θα φτάσω αρκετά μακριά
τη φορά αυτή δεν πρόκειται ν’ ακούσω τον ήχο της παράνοιας
το γνώριμο πια φτερούγισμά τους στην αυλή
«Κάνε να γυρίσουν
κάνε να χαθούν
στον μίτο της Αριάδνης
να τυλιχτούν και να πνιγούν»
Πριν ανοίξω το κουτί – διστάζω
με όλη τη δύναμη της σκάρτης μου ψυχής – εύχομαι
να ναι ψόφια
Όσα φτάσουν πριν το σούρουπο κρατώ για μάνες
Τη νύχτα τα κλειδώνω στο κουμάσι με ατσαλόσυρμα
τα άρρηκτα δεσμά της γυναικείας φύσης.
«Κάνε να γυρίσουν
κάνε να χαθούν
και στου βοδιού το κέρατο να μπω
θα ‘ρθουν και θα με βρουν»