Πες τε μου,
δεν είχα το δικαίωμα να λέγομαι χορεύτρια;
Έτσι που λύγιζα το κορμί μου, με βία γινόμουν
όλη μια μουγκή μάσκα πόνου.
Σπασμένα νύχια και φουσκάλες μες στο αίμα
στο τρίξιμο των αρθρώσεων σφιχταγκάλιαζα τον δαίμονα.
Μόλο που το ‘ξερα – όταν δη μη σθένω –
πως δεν το ‘χα.
Πες τε μου,
πληγώνεται ο αέρας;
Γιατί δεν έγειρα το πηγούνι στο χαστούκι;
Όταν υψώθηκα σε ένα αιχμηρό ζετε
θρυμμάτισα τα δάχτυλά μου.
Πες τε μου,
δεν είχα το δικαίωμα να κλάψω σαν άκουσα τον ήχο;
Πεπαύσομαι λοιπόν
κάθε που χαλάει ο καιρός, κουτσαίνω.
η ελπίδα για το κέρδος σκότωσε πολλούς…
Από πότε το αθεράπευτο πείσμα ονομάστηκε ελπίδα;
από τότε που τα καλάμια άρχισαν να καβαλιούνται…