Οι μέλισσες δε σ’ αφήνουν να ησυχάσεις
χρυσή σε τριβελίζει κάτω απ’ το δέντρο
που πρώτα ονειρεύτηκες τον αγαπημένο
μετά το θάνατο
δίχως ποτέ να σε κεντρίσει.
Κάποτε σκέφτηκες να μεθύσεις
απ’ το ώριμο κρασί μες στο παλιό βαρέλι
να γεννοβολήσεις άγνωστες λέξεις ηδονής.
Τότε θα το τέλειωνες το γράμμα.
Νηφάλια ήξερες μόνο να φλογίζεσαι.
Θα σου πω μια ιστορία για τον ήλιο
μία τη φορά μαστίγωναν οι ακτίνες
τις μέλισσες,
που δε σ’ αφήνουν να ησυχάσεις
πόσο μάλλον αθόρυβα να πεθάνεις.