Αφού έτσι μ’ έφτιαξες
αφού έτσι μ’ έφτιαξες να μην μπορώ
να μην μπορώ να νιώσω δίχως να πω μάνα
Πλεκτάνη έστησα στο χρόνο
να βάφω μαύρες τις άσπρες ρίζες
τις άσπρες ρίζες των μαλλιών σου
τις άσπρες ρίζες της φθοράς σου
Κάποια βράδια που εσύ
ανέμελα κάτω από τα χέρια μου γελάς
και λες
«Χαίρομαι να μεγαλώνουμε μαζί.»
Η λαχτάρα μου, ψάχνει να σε βρει απεγνωσμένα
εσένα, που η παρουσία σου, έγινε πιο μεγάλη
γύρω μου, από τη στιγμή της μεγάλης σου απουσίας.
Πριν, ποτέ δεν είχα σκεφτεί, ότι η ύπαρξή σου,
όπως υποκειμενικά την εννοούσα,
θα ‘ρχόταν μια στιγμή, που θα γινόταν σύμβολο.
Το ότι υπήρχες, ήταν για μένα δεδομένο.
Νόμιζα απλά, πως είχα το δικαίωμα να σε έχω.
Νόμιζα πως ήσουν ένα φυσικό φαινόμενο.
Σαν την ηλιαχτίδα ή την αστραπή.
Για να ξενυχτάς στον πυρετό μου,
να λύνεις το πρόβλημά μου.
Υπήρχες, για το ζεστό φαγητό.
Υπήρχες, για να με χαιρετάς και να με καλωσορίζεις.
Κι όσο έλειπα, εσύ συμβόλιζες το σπίτι μας.
Εσύ άλλωστε, το έκανες να υπάρχει.
Τότε, το θεωρούσα φυσικό.
Τώρα καταλαβαίνω, ότι το σπίτι υπήρχε επειδή υπήρχες εσύ.
Με το φευγιό σου, έπαψε να έχει αιτία ύπαρξης.
Μετά από σένα, τα μικρά καθημερινά σου
πράγματα, πήραν διαστάσεις τεράστιες.
Δεν είναι απλή ανάμνηση.
Συμβολίζουν την παρουσία σου.
Πού να το ‘ξερε το μαντήλι σου,
ότι θα ‘ρχόταν μια μέρα, που θα γινόταν
το υποκατάστατό σου. Πως θα το ‘σερνα πάντα
μαζί μου, σαν κάτι πολύτιμο, γιατί έχει το
προνόμιο να κρατάει τη μυρωδιά σου.
Αυτή τη μυρωδιά, τη μοναδική, που την
πήρες μαζί σου και ίχνη της κράτησε το μαντήλι σου.
Πού να το ‘ξεραν τα γράμματά σου, πως θα
γινόντουσαν υποθήκες οι απλές σκέψεις σου.
Πού να το ΄ξερα κι εγώ, πως θα σφράγιζες
όλες τις μέρες, τις καθημερινές, τις απλές
και τις γιορτινές, με την απουσία σου.
Και πως ποτέ πια δε θα ήταν όπως τότε.
Πού να το ‘ξερα, πως σ’ αγαπούσα τόσο πολύ.
Περισσότερο από όσο πίστευα.
Μάνια Πάσσου, Στη Μάνα μου – 32 χρόνια μετά, εμβόλιμον τεύχος 63-64